Κι όμως! Οι Υποτελείς* Μιλάνε!

αναδημοσίευση από το μπλόγκ του αυτοοργανωμένου χώρου αλληλεγγύης και ρήξης Ρεσάλτο

 

* Subaltern στο πρωτότυπο: ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στην κριτική θεωρία και στις μετα-αποικιακές μελέτες για τους αποικιακούς πληθυσμούς που βρίσκονται σε κοινωνικό, πολιτικό και γεωγραφικό αποκλεισμό σε μία αυτοκρατορική αποικία και τη μητροπολιτική της βάση. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Antonio Gramsci για να ορίσει την πολιτιστική ηγεμονία που αποκλείει και εκτοπίζει συγκεκριμένους ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες από τους κοινωνικούς-οικονομικούς θεσμούς έτσι ώστε να μην συμπεριλαμβάνονται στις εκάστοτε αποικιακές πολιτικές. Επιπροσθέτως υποθέτουμε ότι ο τίτλος του παρόντος κειμένου είναι η απάντηση στο ρητορικό ερώτημα που έχει θέσει η Gayatri Chakravorty Spivak σε δοκίμιό της υπό τον τίτλο «Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;».

Από merc

άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2022, στο site που γράφουν οι Judith’s Dagger, που όπως λένε τα ίδια “είμαστε μία ομάδα συγγένειας εξαγριωμένων queer, ριζοσπαστικά trans, επιζήσαντων προσώπων και συγγραφέων…”, μεταξύ των οποίων και η υπογραφή merc του άρθρου που ακολουθεί.

[Σχετικά με την υπογραφή Judith’s Dagger:  Η Ιουδίθ κατά την Παλαιά Διαθήκη είναι μία χήρα που αποκεφάλισε τον Ολοφέρνη ο οποίος πολιορκούσε την πόλη της (Bethulia), σώζοντας έτσι τον τόπο της. Σύμφωνα με τα πρόσωπα που υπογράφουν ως Judith’s Dagger:
«Ο αποκεφαλισμός του Ολοφέρνη από τη χήρα Ιουδίθ αποτελούσε ένα δημοφιλές θέμα στις τέχνες του 17ου αιώνα. Ωστόσο, η Φλωρεντίνα ζωγράφος Artemisia Gentileschi αναπαρέστησε στο ευρύ κοινό τον αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη από την Ιουδήθ με μία ασυνήθιστα αποτρόπαια και απτή λεπτομέρεια, σε μία αυτοπροσωπογραφία που την αναπαριστά ως την Ιουδήθ. Συνεπώς, τον Ολοφέρνη έρχεται να αναπαραστήσει ο Agostino Tassi, ο άντρας που τη βίασε όταν εκείνη ήταν δεκαεφτά. Κατά τη δίκη, βασανίστηκε με το όργανο βασανιστηρίου thumbscrew (μέγγενη με την οποία πιέζονταν και τρυπιόνταν τα δάχτυλα) έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα έλεγε ψέματα. (O Tassi δεν βασανίστηκε.) Εκείνη κατέθεσε: “… Όταν είδα την εαυτή μου ελεύθερη, πήγα στο συρτάρι και πήρα ένα μαχαίρι και το κατεύθυνα προς τον Agostino, λέγοντας, «θα ήθελα να σε σκοτώσω με αυτό το μαχαίρι επειδή με ατίμωσες».” Στον πίνακα της Artemisia με τον αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη, η Ιουδίθ φοράει ένα βραχιόλι που αναπαριστά την Άρτεμις, από την οποία πήρε το όνομά της. Όντως, συχνά μία φεμινιστική αποκατάσταση μετατρέπει την Ιουδίθ σε ένα σύμβολο εξέγερσης ενάντια στην πατριαρχία. Ακολουθούμε αυτήν την παράδοση, αλλά επιλέγουμε να μην έχουμε για δικό μας όνομα τη θεά Άρτεμις. Απεναντίας, εμείς επιλέγουμε το μαχαίρι.»]

 

 

«Θα σκοτώσω, θα σκοτώσω, αυτόν που σκότωσε την αδελφή μου!»

Το γράφω αυτό επειδή είμαι ενοχλημένη. Είμαι ενοχλημένη με τις αντιδράσεις απέναντι στην εξέγερση στο Ιράν. Είμαι ενοχλημένη με το πόσο θλιβερά αναμενόμενες είναι, συνυπολογίζοντας τις συζητήσεις για τις χιτζάμπ και τον φεμινισμό έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες.

Η τρέχουσα δημοφιλής αντίληψη για τη χιτζάμπ, ειδικά στην αριστερά, είναι αυτή που επιμένει ότι πρόκειται για ένα εγγενώς ουδέτερο ρούχο, με απροσδιόριστη προσωπική και πνευματική σημασία, το οποίο όλες το φορούν με ελεύθερη επιλογή, εκτός και αν μας δοθούν συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο. Αλλά όπως βλέπουμε από τις αντιδράσεις στην εξέγερση κατά της υποχρεωτικής χιτζάμπ στην Ισλαμική Δημοκρατία (ΣτΜ: «Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν» είναι η επίσημη ονομασία του ιρανικού κράτους), ακόμη και τότε, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να πούμε ότι η εξέγερση τελικά «δεν αφορά τη χιτζάμπ». Και απλά αναρωτιέμαι γιατί. Γιατί αυτή η εξέγερση δεν είναι δυνατόν να είναι αυτό που φαίνεται να είναι; Γιατί είναι τόσο αδύνατο να φανταστούμε ότι οι άνθρωποι που είναι αναγκασμένοι να φορούν χιτζάμπ σε όλη τους τη ζωή, από την ηλικία των έξι ετών, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή τις προσωπικές τους επιθυμίες, θα μπορούσαν απλώς να μισούν αυτό το καταραμένο πράγμα;

Οι διαμαρτυρίες μας ποτέ δεν κερδίζουν τον ενδιαφέρον σύμφωνα με τους δικούς μας όρους. Πάντα φιλτράρονται μέσα από τον φακό κάποιου άλλου. Είτε μέσα από το αφήγημα της Αμερικανικής Δεξιάς «δεσποινίδα σε κίνδυνο», είτε μέσα από το αφήγημα της αριστεράς περί πραξικοπήματος που χρηματοδοτείται από τη CIA ή την NED (ΣτΜ: Εθνική Επιχορήγηση για τη Δημοκρατία, οργάνωση που υποστηρίζει με διάφορους τρόπους πολιτικές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ), και στην καλύτερη περίπτωση, με την πιο αδιάφορη και κούφια δήλωση «αλληλεγγύης», που θα περάσει άμεσα στην κουβέντα για το πως λαμβάνουμε δυσανάλογη μιντιακή κάλυψη ή σχετικά με τις ευρωπαϊκές απαγορεύσεις της χιτζάμπ και για το πόσο εξίσου κακές είναι κι αυτές. Ακόμη και πολλοί αναρχικοί/ές διστάζουν να μιλήσουν για τη χιτζάμπ και τη Μουσουλμανική πατριαρχία ως την αιτία του προβλήματός μας.[1]

Εδώ και χρόνια, αυτό που αποκαλείται «Μουσουλμανικός Φεμινισμός» κι ένα μεγάλο μέρος του μετα-αποικιακού φεμινισμού έχει επικεντρωθεί γύρω από τις αντιλήψεις των Μουσουλμάνων της διασποράς. Σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζεται το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνες/οι της διασποράς βρίσκονται σε διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο από τους ντόπιους Μουσουλμάνους/ες. Αυτό σημαίνει ότι έχουν διαφορετικές ανησυχίες στην καθημερινή τους ζωή, διαφορετικές προτεραιότητες, και ναι, κενά στις οπτικές τους που είναι αποτέλεσμα του ότι απλώς δεν περιστοιχίζονται πια από μια Μουσουλμανική πατριαρχία με πολιτική εξουσία.

Είναι πολύ εύκολο να μιλάτε για τη χιτζάμπ ως μία επιλογή όταν ξεκάθαρα μπορεί να είναι επιλογή για εσάς. Είναι εύκολο, και αχ, τόσο ανέξοδο, για εσάς να υπονοείτε, προς όφελός σας και μόνο προς όφελός σας, ότι η χιτζάμπ είναι μια επιλογή εξ ορισμού. Ακόμα και όταν επιβάλλεται μέσα από το γράμμα του νόμου και τη συνεχή κρατικά επιβαλλόμενη επιτήρηση. Ακόμα και όταν καταδικάζονται σε φυλάκιση επειδή δεν τη φορούν. Ακόμα και όταν σε κάθε επίπεδο, από το σπίτι, στην κοινότητα, στην κυβέρνηση, υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου που τις υποχρεώνουν να τη φορούν, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι μια χαρά, αρκεί να φανταζόμαστε ότι όλες όσες υποχρεώνονται να φορούν τη χιτζάμπ, εξαιτίας ενός πολύ βολικού ατυχήματος, απλά τυχαίνει απλώς να τη λατρεύουν! Ουάου, οι κοινότητές μας είναι τόσο αρμονικές! Απλά λειτουργούν σαν μια καλολαδωμένη μηχανή, και η θέληση των ανθρώπων τυχαίνει κατά ευτυχή συγκυρία να ευθυγραμμίζεται με τη θέληση του κράτους. Δεν υπάρχει κανένας εσωτερικός αγώνας.

Φυσικά, κάτι τέτοιο ποτέ δεν αναφέρεται με αυτούς ακριβώς τους κραυγαλέους οριενταλιστικούς όρους. Υπάρχει πάντα κάποιο ψίχουλο που πετιέται στην ιδέα του εσωτερικού αγώνα και της αυτονομίας μας. Αλλά αυτός ο αγώνας παρουσιάζεται πάντα ως ακατανόητος για τους απλούς παρατηρητές. Κάνουμε τον φεμινισμό μας με τον δικό μας τρόπο. Αλλά μείνετε ήσυχοι! Οι ανησυχίες μας δεν είναι ποτέ αυτές που νομίζετε ότι θα μπορούσαν να είναι. Στην πραγματικότητα δεν μας ενδιαφέρει η χιτζάμπ. Δεν είναι ψηλά στη λίστα μας. Είναι, βλέπετε, απλώς μέρος της κουλτούρας μας. Είναι απλώς ένα ρούχο. Κοιτάξτε όλες αυτές τις γυναίκες στην Τεχεράνη που φορούν πολύχρωμα και όμορφα χιτζάμπ! Σίγουρα, αν δεν τους άρεσε τόσο πολύ, δεν θα το έκαναν δήλωση μόδας!

Αυτή η επιπρόσθετη «πολυπλοκότητα» μπορεί να προστατεύει από τις κατηγορίες περί οριενταλισμού, αλλά τελικά λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Σου λέει ότι όλες είμαστε είτε εντάξει με αυτό, είτε απλά το διευθετούμε μεταξύ μας. Κοίτα τη δουλειά σου, μην κοιτάς (ακόμα και όταν σου ζητείται), μην βοηθάς (ακόμα και αν σε παρακαλούν για αλληλεγγύη), απλά κλείσε το στόμα σου. Ξέρεις, είναι κάπως ρατσιστικό να παρέμβεις[2].

Αυτό είναι ένα «εσωτερικό» θέμα.

Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε εδώ, συνεχίστε το δρόμο σας!

Αγνοήστε τη σκιά του πατριάρχη που βγάζει τη ζώνη του.

Λένε ότι οι διαμαρτυρίες μας έχουν να κάνουν με τον «έλεγχο της κυβέρνησης» πάνω στα σώματα των γυναικών, λες και «η κυβέρνηση» είναι η μόνη οντότητα που μπορεί ποτέ να έχει έλεγχο πάνω στα σώματα των υπηκόων της. Λες και η μεταφορά της διαχείρισης της πατριαρχικής βίας από το κράτος στην οικογένεια ή την κοινότητα αποτελεί μία τεράστια βελτίωση. Με αυτήν τη χλιαρή «αλληλεγγύη» που βλέπουμε στις διαδηλώσεις ενάντια στην ελεγχόμενη από το κράτος πατριαρχία, δεν τρέφω και πολλές ελπίδες ότι θα δείξουν κάποια δέσμευση για την εξάλειψη (ή έστω την αναγνώριση ύπαρξης) της Μουσουλμανικής πατριαρχίας σε αυτά τα επίπεδα.

Αυτή η πλαισίωση περί «κυβερνητικού ελέγχου» επιτρέπει επίσης μια πραγματικά παραπλανητική σύγκριση μεταξύ των ευρωπαϊκών απαγορεύσεων της χιτζάμπ και της υποχρεωτικής χιτζάμπ. Κάτι που συνιστά επίσης μια διαφορετική μορφή καταπίεσης. Πρόκειται για ενδοκοινοτική, Μουσουλμανική πατριαρχία. Δεν είναι η φυλετική πατριαρχία των λευκών Ευρωπαίων που επιβάλλεται στις φυλετικοποιημένες γυναίκες. Οι Μουσουλμάνες γυναίκες βιώνουν και τις δύο καταπιέσεις. Αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε για την πρώτη, την ενδοκοινοτική, ακόμη και όταν αυτή συμβαίνει. Είναι παράξενο να ακούμε Μουσουλμάνες γυναίκες να εκφράζουν την αλληλεγγύη τους μιλώντας για τις ευρωπαϊκές απαγορεύσεις της χιτζάμπ, λες και αυτή είναι η μόνη αναφορά σύγκρισης που έχουν για το πώς είναι να βιώνεις τον καταναγκαστικό έλεγχο. Λες και δεν υπάρχει πατριαρχικός έλεγχος στις κοινότητές τους, και το μόνο που μπορεί να τους θυμίσει η υποχρεωτική χρήση της χιτζάμπ είναι όταν οι λευκοί προσπαθούν να την απαγορεύσουν. Έχει την όψη μιας δήλωσης αλληλεγγύης, αλλά όταν προέρχεται από ανθρώπους που πρέπει να έχουν έναν παρόμοιο αγώνα με εμάς, το να μη μιλάμε για αυτόν τον αγώνα μοιάζει περισσότερο με αποφυγή. Ποτέ δεν μένει απλώς στη δήλωση για τη βαναυσότητα της υποχρεωτικής χιτζάμπ. Έρχεται πάντα με την προσθήκη ότι «οι απαγορεύσεις της χιτζάμπ είναι εξίσου κακές!». Είναι σαν να είναι αδύνατο για τους Μουσουλμάνους της διασποράς να μας δείξουν αλληλεγγύη χωρίς να επικεντρωθούν στον αγώνα για τον οποίο απλώς δεν κάνουμε λόγο. Και όταν αυτό προέρχεται από ανθρώπους που έχουν βιώσει και τις δύο καταπιέσεις, δεν δείχνει να μοιάζει με ενός είδους αδαούς εγωκεντρισμό. Μοιάζει με μια σιωπηλή εκτροπή της προσοχής μακριά από τη Μουσουλμανική πατριαρχία.

Πρέπει να τονίσω ότι καμία από αυτές τις «φεμινίστριες» δεν είπε ούτε μια λέξη τα τελευταία σαράντα χρόνια για την εξαναγκαστική χιτζάμπ. Δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους για εμάς. Οι αγώνες των γυναικών, των queer και τρανς ατόμων, των θρησκευτικών μειονοτήτων και των καταπιεσμένων εθνοτήτων στο Ιράν είναι πολιτικά «άβολοι» για την αριστερά για να μιλήσει για αυτούς. Είμαστε μόνοι/ες/α στους αγώνες μας. Παρόλες τις διαμαρτυρίες της αριστεράς για τη δυσανάλογη προσοχή των μέσων ενημέρωσης σε εμάς, αυτή δεν μας έφερε τίποτα. Την τελευταία φορά που έγιναν μαζικές διαδηλώσεις, έχασαν τη ζωή τους 1.500 άνθρωποι. Το θυμάστε αυτό καν; Έχουμε περισσότερα να θρηνήσουμε κάθε μέρα και μας λένε ότι ο κόσμος μας δίνει υπερβολική προσοχή, και ότι αυτή η προσοχή πρέπει να προσεγγίζεται με καχυποψία.

Η υποχρεωτική χιτζάμπ έχει μια ιστορία πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε απαγόρευση της χιτζάμπ στην Ευρώπη.  Έχει υπάρξει ως εργαλείο της Μουσουλμανικής πατριαρχίας από καταβολής της, σε μια αδιάλειπτη γραμμή από τότε μέχρι σήμερα[3]. Το περισσότερο διαδεδομένο φαινόμενο της «σεμνότητας» που επιβάλλεται στις γυναίκες, είναι ακόμη παλαιότερο. Είναι ειλικρινά απορίας άξιο πόσο διάχυτη έχει γίνει η ιδέα της χιτζάμπ ως «ελεύθερη επιλογή», σε σημείο που να αρνείται μία τόσο μακρά και οδυνηρή ιστορία πατριαρχικής καταπίεσης. Στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται ως μια άσκοπη θεολογική συζήτηση που θα αποξενώσει τους Μουσουλμάνους αν συζητηθεί. Αλλά αυτή είναι μια συζήτηση για την ιστορία και το παρόν μας. Και θα αποτελούσε κακομεταχείριση όλων των θυμάτων της Μουσουλμανικής πατριαρχίας, του παρόντος και του παρελθόντος, αν αγνοούσαμε και διαγράφαμε την κακοποίησή τους και χαρακτηρίζαμε τη συζήτησή της ως εκτός ορίων, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχει μια ενεργή πίεση για την αναδιαμόρφωση και την εξάλειψή της.

Συγχύστηκα τόσο πολύ όταν άκουσα για πρώτη φορά ανθρώπους όπως η Yassmin Abdel-Magied να λένε «το Ισλάμ είναι η πιο φεμινιστική θρησκεία»[4] ως ένα νεαρό queer άτομο στο Ιράν. Σάστιζα όταν οι άνθρωποι μιλούσαν για τη χιτζάμπ ως κάτι ενδυναμωτικό. Ήταν σαν να μου ζητούσαν να αγνοήσω όλα όσα είχα μάθει για το Ισλάμ, τον φεμινισμό και τις ιστορίες και τις σημερινές καταστάσεις αμφότερων. Και δεν μου έδιναν τίποτα άλλο εκτός από τα πιο γενικά σημεία της Ισλαμικής απολογίας που με είχαν ήδη ταΐσει στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο γυμνάσιο ως παιδί που μεγάλωνε στο Ιράν.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευα ότι απλώς ασπάζονται μια διαφορετική εκδοχή της πίστης, μια πιο προοδευτική εκδοχή. Και ως ένα άτομο που δεν είχε καμία θρησκεία, το ζήτημα της εγκυρότητας της δικής τους εκδοχής του Ισλάμ ήταν αδιάφορο. Εφόσον κατέληγαν στο συμπέρασμα της πλήρους απελευθέρωσης από την πατριαρχία, δεν χρειαζόταν να ερευνήσω τις εσωτερικές διεργασίες της πίστης τους. Αλλά όταν είδα πώς αυτές οι «φεμινίστριες» Μουσουλμάνες αντιμετώπιζαν τις γυναίκες, και τα queer και τρανς άτομα που εγκατέλειψαν την πίστη λόγω του τεράστιου βάρους της Μουσουλμανικής πατριαρχικής βίας, όταν είδα πως έδιναν προτεραιότητα κυρίως στην υπεράσπιση της πίστης τους και ότι εκεί δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ Ισλάμ και φεμινισμού ή queer απελευθέρωσης, συχνά εις βάρος αυτών των θυμάτων, συνειδητοποίησα ότι αυτές οι Μουσουλμάνες «φεμινίστριες» και «queer απελευθερωτές» απλώς δεν έβλεπαν τη Μουσουλμανική πατριαρχία ως αρκετά επιβλαβή ώστε να δικαιολογεί την όποια εστίαση σ’ αυτήν. Δεν έβλεπαν το βάθος των ριζών της και της διάχυσής της.

Το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους ήταν να αναδιατυπώσουν τη βία αυτής της πατριαρχίας, ώστε να την κάνουν να φαίνεται ισότιμη ως προς την ένταση και τη φύση της με τη δυτική πατριαρχία (ή λιγότερο δριμεία!), και να πλαισιώσουν τις αντιδράσεις σε αυτή την πατριαρχική βία ως υποκινούμενες από Ισλαμοφοβία και ρατσισμό και όχι ως αληθινή φροντίδα για αυτές τις καταπιεσμένες ομάδες. Ακόμα και όταν αυτή η αντίδραση προερχόταν από αυτά τα θύματα, αυτά στιγματίζονταν ως προδότες που βοηθούσαν την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, προφανώς μόνο και μόνο επειδή μιλούσαν για τα βάσανά τους. Στην πράξη, αυτές οι φεμινίστριες και queer θεωρητικοί, όλως τυχαίως δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ξεπλύνουν το αίμα από τα χέρια της Μουσουλμανικής πατριαρχίας αναπτύσσοντας μια κατανόηση του φεμινισμού που λειτουργούσε ως ιδεολογική κάλυψη για αυτές τις πληγές.

Η χιτζάμπ υπήρξε εργαλείο της πατριαρχίας από τότε που κωδικοποιήθηκε ως θρησκευτική εντολή στις απαρχές του Ισλάμ. Πρέπει όλες να είμαστε ελεύθερες να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε με το σώμα μας, και αυτό περιλαμβάνει και τη χρήση χιτζάμπ. Αλλά οποιαδήποτε διεκδίκηση της χιτζάμπ ως μορφής ενδυνάμωσης θα πρέπει τουλάχιστον να ξεκινήσει με την κατανόηση της καταπιεστικής, σημερινής και ιστορικής, λειτουργίας της χιτζάμπ στα περισσότερα μέρη του Μουσουλμανικού κόσμου. Όμως δεν βλέπω καμία αναγνώριση αυτής της ιστορίας ή του παρόντος. Το μόνο που βλέπω είναι η άρνηση της ιδέας ότι η χιτζάμπ είναι ή έχει υπάρξει ποτέ, σε οποιονδήποτε βαθμό, πατριαρχική.

Έχω κουραστεί από τους ανθρώπους που παριστάνουν τους σοκαρισμένους που μας ενοχλεί να βλέπουμε άλλες να φορούν τις αλυσίδες μας ως πηγή υπερηφάνειας, ενώ αρνούνται ότι οι αλυσίδες υπήρξαν ποτέ ως τέτοιες για αρχή. Έχω κουραστεί από τις εκφράσεις απαξίωσης για όσες από εμάς σπάμε αυτή την αλυσίδα. Κουράστηκα από τους ανθρώπους που παρασύρονται από το ρεύμα των πατριαρχικών προσδοκιών και το αποκαλούν ανατρεπτικό φεμινισμό.

Δεν ξέρω πώς ταιριάζει η χιτζάμπ σε ένα μέλλον όπου η καταναγκαστική έννοια του φύλου δεν θα υπάρχει πλέον, και αυτό είναι το μέλλον που θέλω. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μια έμφυλη προσδοκία ένδυσης θα ταιριάζει όταν το φύλο δεν είναι αυτό που είναι τώρα. Πόσο μακριά από τη γυναικεία φύση πρέπει να αισθάνεται ένας τρανς άντρας (ΣτΜ: transmasc στο πρωτότυπο, δηλαδή τρανς-αρρενωπότητα) για να σταματήσει να φοράει χιτζάμπ; Πόσο κοντά στη γυναικεία φύση θα έπρεπε να αισθάνεται μία τρανς γυναίκα (ΣτΜ: transfem στο πρωτότυπο, δηλαδή τρανς-θηλυκότητα) για να πρέπει να το φοράει; Τι θα συμβεί στη χιτζάμπ όταν ο άνδρας και η γυναίκα δεν θα αποτελούν πλέον σημεία αναφοράς στο τοπίο του φύλου;

Δεν τα ρωτάω αυτά ως υποθετικά ζητήματα. Τα ρωτάω αυτά επειδή θυμάμαι τη διπλά οδυνηρή εμπειρία των transmasc αδελφών μου που έπρεπε να φορούν χιτζάμπ στο Ιράν. Το λέω αυτό επειδή γνώριζα transfem άτομα που δεν ήθελαν να φορέσουν χιτζάμπ, και η απάντησή τους στην ερώτηση «γιατί δεν φοράς χιτζάμπ αφού είσαι γυναίκα» ήταν «είμαι trans». Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο στο πλαίσιο της πατριαρχικής αντίληψης για το φύλο, αλλά για μένα βγάζει απολύτως νόημα. Γιατί τί στο διάολο σημαίνουν οι κανόνες σας για κάποιον που απορρίπτει τη βάση τους; Πώς λειτουργεί η χιτζάμπ για ανθρώπους που δεν ΘΕΛΟΥΝ να αφομοιωθούν στις καταναγκαστικές έννοιες της θηλυκότητας ή της αρρενωπότητας; Η χιτζάμπ θα είναι χιτζάμπ αν είναι πραγματικά μια επιλογή; Ξέρω ότι υπάρχουν απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά ξέρω και ποιος ΔΕΝ τις ψάχνει: εκείνοι που προσποιούνται ότι η χιτζάμπ είναι ήδη μια «ελεύθερη επιλογή» εξ ορισμού. Μου φαίνεται παράξενο ότι αισθανόμαστε ελεύθεροι να συζητήσουμε πώς οι επιφανειακά «ελεύθερες» επιλογές που κάνουν οι γυναίκες στη δύση σχετικά με τα ρούχα τους, όπως το να φορούν ή να μη φορούν σουτιέν, επηρεάζονται από τον πατριαρχικό εξαναγκασμό μέσω πολλών μηχανισμών. Αλλά, αναμένεται να υποθέσουμε ότι η επιλογή μιας Μουσουλμάνας γυναίκας να καλύψει σχεδόν ολόκληρο το σώμα της είναι απαλλαγμένη από κάθε μορφή πατριαρχικών προσδοκιών. Το εύρος των επιλογών που υποτίθεται ότι θέλουν να κάνουν οι Μουσουλμάνες γυναίκες περιορίζεται πάντα σε αυτά που τους επιτρέπεται κάτω από τη Μουσουλμανική πατριαρχία, αλλά κατά κάποιο τρόπο, αυτό το στενό εύρος υποτίθεται επίσης ότι αποτελεί έκφραση μιας ελεύθερης επιλογής, απαλλαγμένης από το βάρος του πατριαρχικού ελέγχου[5].

Για να θεωρήσω τη χιτζάμπ μια «ουδέτερη επιλογή» στον Μουσουλμανικό κόσμο και τις Μουσουλμανικές κοινότητες όπως υπάρχουν σήμερα, απαιτεί όχι μόνο να εγκαταλείψω όλα όσα γνωρίζω για το φύλο, τη χιτζάμπ και την ιστορία της, αλλά απαιτεί επίσης να εγκαταλείψω τις μισές από τις δεσμεύσεις μου ως καφέ queer τρανς μη δυαδικό αναρχοφεμινίστα.

Για μια φορά, αφήστε τις αλυσίδες μας.

Για μια φορά, ακούστε μας με τους δικούς μας όρους.

Για μια φορά, δείτε το πρόβλημά μας όπως είναι: Μουσουλμανική πατριαρχία.

Για μια φορά, δείξτε μας αλληλεγγύη χωρίς να επικεντρώνεστε στον εαυτό σας.

Ο κόσμος μου αγωνίζεται και δολοφονείται. Για μια φορά απλά στηρίξτε μας άνευ όρων.

– merc

 

[1]  Από τη μία πλευρά, οι λευκοί Αμερικάνοι αντιδραστικοί προσποιούνται ότι νοιάζονται για την καταπίεσή μας, ώστε να μπορούν να αδειοδοτούν ηθικά τον βομβαρδισμό μας «για να σώσουν τις γυναίκες μας» -το αφήγημα της «δεσποινίδας σε κίνδυνο». Από την άλλη, οι λευκοί Αμερικάνοι αριστεροί αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη της καταπίεσής μας, επειδή νομίζουν ότι αν αναγνωρίσουν ότι εμείς -τα queer και οι trans Ιρανοί/ές, οι Ιρανές γυναίκες, τα παιδιά του Ιράν- καταπιεζόμαστε, τότε αυτό σημαίνει ότι θα έχουν την ηθική υποχρέωση να μας βομβαρδίσουν. Μακριά από το να καταπολεμήσουν την αφήγηση της Δεξιάς, οι λευκοί αριστεροί, παγιδευμένοι στο πατερναλιστικό πατριαρχικό πλαίσιο του «βάρους του λευκού άνδρα», δεν μπορούν να φανταστούν την αλληλεγγύη να μην μοιάζει με τη λογική του «να πάρουμε τον έλεγχο της κατάστασης». Που δεν μοιάζει με παρέμβαση η οποία θα είναι «για το δικό μας καλό». Το γεγονός ότι οι λευκοί αριστεροί/ές δεν μπορούν να φανταστούν την «αλληλεγγύη» με τους καταπιεσμένες/ους και περιθωριοποιημένους/ες μιας ιμπεριαλιστικοποιημένης περιοχής χωρίς να καταλήξουν στο καθώς φαίνεται αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο βομβαρδισμός των σπιτιών μας είναι απολύτως δικαιολογημένος για «να μας σώσουν», δεν σηματοδοτεί τόσο ότι μπορείτε να δείτε πέρα από τη «Δυτική Προπαγάνδα» όσο ότι είστε ανίκανοι να φανταστείτε γενικώς την αλληλεγγύη.

[2]  Σε μια ανταλλαγή απόψεων με την Ιρανή φεμινίστρια Attousa H., ο Foucault επιδεικνύει κάπως διαβόητα τους τρόπους με τους οποίους οι λευκοί Ευρωπαίοι cis άντρες ακαδημαϊκοί συχνά θέτουν σε εφαρμογή μορφές πατριαρχίας της λευκής κυριαρχίας, μέσω της επιστημικής βίας. Ο Foucault υπαινίσσεται ότι οι Ιρανές φεμινίστριες, με το να επικρίνουν το μισογυνισμό του καθεστώτος Χομεϊνί και αντιτιθέμενες ανοιχτά στον τρόμο της υποχρεωτικής χιτζάμπ που επιβάλλεται δια της βίας, είναι απλώς Ισλαμόφοβες (αν και προφανώς δεν χρησιμοποιεί αυτή την πολύ πιο πρόσφατα διαδεδομένη λέξη), τυφλωμένες από ένα παράλογο (θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να πει υστερικό) «μίσος». Με τον τρόπο αυτό, οριοθετεί την αντίσταση στην υποχρεωτική χιτζάμπ σαν να μην είναι δυνατόν να είναι «αυθεντικά Ιρανική», όπως περιέγραψε η συγγραφέας του βιβλίου «Ενάντια στον λευκό φεμινισμό» Rafia Zakaria σε μια κριτική ενός βιβλίου του 2005 σχετικά με την εμπλοκή του Foucault στην Ιρανική επανάσταση.
Στο βιβλίο «Καταπίεση», ο David Graeber αναλύει το επιδέξιο παιχνίδι δολώματος και μεταστρoφής (ΣτΜ: κοινώς η μέθοδος αντιπερισπασμού), που παίζει ο λευκός ανθρωπολόγος ο οποίος, δίνοντας στον εαυτό του το δικαίωμα να αποφασίζει τι είναι και τι δεν είναι αυθεντικά «ιθαγενής κουλτούρα», εξακολουθεί να τοποθετεί τον εαυτό του ως την επιστημική αυθεντία που έχει την ικανότητα να αποφασίζει τι είναι «αυθεντικό» σε μια Ιθαγενική κουλτούρα, και έτσι να αρνείται την αυθεντικότητα των αντιφρονούντων ιθαγενικών αντιλήψεων, επειδή αυτό που είναι «αυθεντικό» είναι πάντα -πόσο βολικό- και αυτό που συμμορφώνεται με την τοπική «αρχή». Έτσι, οι Ιρανές γυναίκες είναι δύο φορές επιστημικά επανεγγεγραμμένες: από τη δική τους πατριαρχία και από την πατριαρχία της λευκής κυριαρχίας που έρχεται συνοδευτικά να τους πει ότι δεν είναι αυθεντικά Ιρανές αν διηγούνται μια διαφορετική ιστορία για τις ζωές τους από την ιστορία που διηγούνται οι πατριάρχες τους. Το σύνηθες επιχείρημα από τις Μουσουλμάνες Φεμινίστριες της διασποράς είναι ότι το λευκό βλέμμα έχει εμμονή με την «αποκάλυψη» της γυναίκας-με-χιτζάμπ, με έναν φετιχιστικό, οριενταλιστικό τρόπο, τονίζοντας ότι οι γυναίκες μπορούν να φορούν χιτζάμπ από δική τους επιλογή, αλλά ο περιορισμός της κριτικής σε αυτό το σημείο συσκοτίζει το εξίσου φετιχιστικό και οριενταλιστικό, αλλά φαινομενικά «καλοπροαίρετο» βλέμμα του λευκού φιλελεύθερου- εμμονικού στο να «ξανακαλύψει» και να «ξανασιγάσει» τη γυναίκα SWANA (σ.μ: South West Asian/ North African, Νότιο-Δυτική Ασιάτισσα-ης/Βόρειο Αφρικανή-ός, αρτικόλεξο που δημιουργήθηκε προκειμένου να αντικαταστήσει περιγραφές όπως μέση ανατολή, αραβικός ή ισλαμικός κόσμος κ.ά. των οποίων οι ρίζες έχουν κατακριθεί ως αποικιακές, ευρωκεντρικές και οριενταλιστικές), να την επαναφέρει κάτω από την εξουσία του πατριάρχη της και να ξαναδημιουργήσει την ψευδαίσθηση της συναίνεσης. Αν δεν συναινεί άλλωστε, δεν πρέπει να είναι «αυθεντικά» μέλος της κουλτούρας της.
Με αυτό το σκεπτικό, το κάψιμο της χιτζάμπ γίνεται μια πράξη συνεχούς, αναμφισβήτητης αντίστασης: Οι Ιρανές γυναίκες και οι τρανς άντρες όχι μόνο αφαιρούν την επιβεβλημένη χιτζάμπ τους, με κίνδυνο των δικών τους καταραμένων ζωών, αλλά και δηλώνουν ότι δεν μπορούν και δεν πρόκειται ποτέ να «ξανακαλυφθούν», ακόμη και από τη λευκή φιλελεύθερη και τη Μουσουλμανική Φεμινιστική εμμονή της Διασποράς ότι στην πραγματικότητα, η κάλυψη είναι το «φεμινιστικό» εκείνο πράγμα που πρέπει να κάνουν.

[3]  Στο «Καταστατικές διακρίσεις και ενδυματολογική διαφορά: Σκλαβιά, Σεξουαλική Ηθική και η Κοινωνική Λογική της Κάλυψης στο Ισλαμικό Δίκαιο» (σ.μ: στο πρωτότυπο «Status Distinctions and Sartorial Difference: Slavery, Sexual Ethics, and the Social Logic of Veiling in Islamic Law»), o Omar Anchassi υποστηρίζει ότι στο πρώιμο ισλαμικό δίκαιο, η χιτζάμπ λειτουργούσε ως μέσο διάκρισης μεταξύ των γυναικών δούλων, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως «ελεύθερο θήραμα» για σεξουαλική παρενόχληση, και των «ελεύθερων» γυναικών που προστατεύονται από την εξουσία των πατεράδων τους. Οι ελεύθερες (μη σκλαβωμένες) Μουσουλμάνες γυναίκες χαρακτηρίζονταν έτσι ως νομικά «ελεύθερες» με κάπως ειρωνικούς όρους, ακριβώς επειδή περιορίζονταν καταναγκαστικά από τη χιτζάμπ, ενώ οι σκλαβωμένες γυναίκες ήταν ακάλυπτες και επομένως «εκτεθειμένες» στα καπρίτσια των άλλων.

[4]  «Το Ισλάμ είναι η πιο φεμινιστική θρησκεία»: Δύο Αυστραλοί διαπληκτίζονται έντονα στην τηλεόραση για τον νόμο της sharia: Οι εκτεταμένες συνέπειες της απαγόρευσης της Μουσουλμανικής μετανάστευσης από τον Donald Trump.

[5]  Η πατριαρχία (ειδικότερα η κουλτούρα του βιασμού) είναι γνωστό ότι κατασκευάζει και επιβάλλει μια μορφή φαινομενικής «συναίνεσης» εκ μέρους των καταπιεσμένων και περιθωριοποιημένων φύλων, ή την εμφάνιση συναίνεσης -ακόμη και την εμφάνιση «ενθουσιώδους συναίνεσης»- μέσω διαφόρων μορφών σωματικής, κοινωνικής, οικονομικής και επιστημικής βίας. Ένα μέσο για να γίνει αυτό είναι ο περιορισμός των διαθέσιμων μορφών δράσης του καταπιεσμένου ή υποταγμένου υποκειμένου σε ένα περιορισμένο σύνολο επιλογών στις οποίες το καταπιεσμένο υποκείμενο όντως κάνει μια επιλογή, και έτσι μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για «ελεύθερη» βούληση. Ένα άλλο μέσο μέσω του οποίου κατασκευάζεται η «συναίνεση» εκ μέρους του καταπιεσμένου είναι μέσω μορφών επιστημικής αδικίας -αδικία που συμβαίνει μέσω της δυνατότητας κάποιων ως «γνώστες» και την ικανότητά τους να ερμηνεύουν και να αφηγούνται τις εμπειρίες του κόσμου- για αναφορά, δείτε το έργο της Miranda Fricker για την επιστημική αδικία. Η ερμηνευτική αδικία περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους οι πατριαρχικές κοινωνίες περιορίζουν επιστημικά τα περιθωριοποιημένα φύλα, με το να παίρνουν τη γλώσσα και τους όρους με τους οποίους θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την καταπίεσή μας, και παγιδεύοντάς μας σε ένα σύστημα «γνώσης» και πίστης -ή θρησκείας, ανάλογα με την περίπτωση- όπου οι μόνες διαθέσιμες ερμηνείες των όσων μας συμβαίνουν μας λένε όλες το ίδιο πράγμα: σου άρεσε, συμφώνησες σε αυτό, συναίνεσες σε αυτό. Παίρνοντας το παράδειγμα του ισχυρισμού ότι οι γυναίκες δεν θα έκαναν ποτέ δήλωση μόδας φορώντας πολύχρωμες και όμορφες μαντίλες αν δεν «συναινούσαν» να τις φορέσουν εξ αρχής, στις γυναίκες στο Ιράν παρουσιάζεται η επιλογή μεταξύ των δύο: φόρεσε πολύχρωμη και όμορφη χιτζάμπ κι έτσι θα έχεις έναν τρόπο να εκφράσεις κάτι από την εσωτερικότητα και την προσωπικότητά σου, ή φόρα μία απλή χιτζάμπ. Η «επιλογή» είναι δική τους, οπότε όταν επιλέγουν ένα από αυτά, η πατριαρχική κατασκευή της συναίνεσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό σημαίνει ότι ενεργούν ελεύθερα, πρέπει να σημαίνει ότι έχουν «συναινέσει» και απολαμβάνουν να φορούν xιτζάμπ, ανεξάρτητα από το αν πραγματικά συναινούν ή αν παίρνουν τέτοιες επιλογές μέσα σε μια κατάσταση όπου η εναλλακτική λύση είναι να σκοτωθούν από την Αστυνομία Ηθικής, οπότε κι αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν το καλύτερο δυνατό μέσα στην κατάσταση αυτή.

Ακόμη και η θρησκεία παρέχει ένα ερμηνευτικό σύστημα στο οποίο η χιτζάμπ καθίσταται ως η «επιθυμητή» επιλογή, τουλάχιστον αν οι γυναίκες θέλουν να θεωρούν τις εαυτές τους ως πιστές και αξιοσέβαστες. Αλλά με έναν πιο λεπτό τρόπο, οι Μουσουλμάνες Φεμινίστριες της διασποράς που αυτοαναγορεύονται σε μη εκλεγμένες  «εκπροσώπους» βοηθούν στη συγκρότηση (και παγιδεύουν μέσα της τις Ιρανές γυναίκες) ενός συστήματος γνώσης στο οποίο οι γυναίκες πρέπει να επιβεβαιώνουν ότι φορούν χιτζάμπ με δική τους ελεύθερη βούληση, αλλιώς θα εκληφθεί ότι «δυσφημούμε εμάς/την κουλτούρα μας» και ότι προδίδουν τον λαό τους, ο οποίος συκοφαντείται ως «βάρβαρος» και «κτηνώδης» από τους Αμερικανούς συντηρητικούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γυναίκες που φορούν χιτζάμπ με δική τους αυθεντική ελεύθερη βούληση, αλλά περισσότερο ότι δεν υπάρχει καμία εξωτερική θέση, ακόμη και αυτή της Μουσουλμάνας Φεμινίστριας της διασποράς, από την οποία είναι δυνατόν να «ερμηνευτεί» αξιόπιστα η συναίνεση μιας γυναίκας για τη χιτζάμπ σε ένα πλαίσιο όπου πρέπει να τη φορέσει ή να πεθάνει. Είναι απαραίτητο συγχρόνως: 1. να κατανοήσουμε τις δομές εξουσίας μέσα στις οποίες λαμβάνει τις αποφάσεις της, και 2. να την ακούσουμε πραγματικά να μιλάει για την εαυτή της.

Ως εκ τούτου, οι γυναίκες και οι τρανς άντρες στο Ιράν που καίνε τη χιτζάμπ τους μιλούν στην πραγματικότητα πολύ καθαρά και οι προσπάθειες των μη εκλεγμένων φεμινιστριών της διασποράς να τις ακυρώσουν και να επιβάλουν εκ νέου την κατασκευασμένη εμφάνιση της «συναίνεσης» είναι οι ίδιες μια μορφή αποικιακής επιστημικής βίας με την κλασική έννοια που διατυπώθηκε από την Gayatri Spivak.

 

Γλώσσες σαν Βολές! Μάτια Σαν Φωτιά!

η μετάφραση έγινε από την πρωτοβουλία του αναρχικού στεκιού Ρεσάλτο

ενάντια στον σεξισμό, την πατριαρχία, τους έμφυλους διαχωρισμούς και διακρίσεις

Στιγμιότυπα αντιστάσεων & «κρίσεων»

Αναδημοσίευση από το blog του αυτοοργανωμένου χώρου αλληλεγγύης και ρήξης «ρεσάλτο»
Στιγμιότυπα αντιστάσεων & «κρίσεων»
[αν και η λέξη «κρίση» που έχει υιοθετηθεί από τον επονομαζόμενο «δυτικό λευκό κόσμο» είναι μία έννοια που βασικό στόχο έχει να συσκοτίσει το γεγονός ότι πρόκειται για συστημικές κρίσεις, θα τη διατηρήσουμε ως έννοια σε εισαγωγικά]

Τα τελευταία χρόνια, ο Λίβανος προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των κρατών που περνάνε «κρίση» σε όλα τα πεδία: πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά. Έναν μήνα πριν, στις 14 Σεπτέμβρη (και ενώ η εθνική οικονομία του Λίβανου καταρρέει, το ΔΝΤ περιμένει αναδιαρθρώσεις για να δώσει δάνεια, τέσσερις στους πέντε ανθρώπους ζουν κάτω από τα όρια της φτώχιας σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, με τις τράπεζες εν τω μεταξύ να έχουν επιβάλλει εδώ και τρία χρόνια καθεστώς capital control και «μερική» δέσμευση των καταθέσεων) η Sally Hafez μπουκάρει οπλισμένη, με το πρόσωπό της ακάλυπτο στην τράπεζα Blom της Βηρυτού, χύνοντας βενζίνη στον χώρο και λέγοντας: “Είμαι η Sally Hafez, ήρθα σήμερα… για να πάρω τις καταθέσεις της αδελφής μου που πεθαίνει στο νοσοκομείο (καρκινοπαθής). […] Δεν ήρθα να σκοτώσω κανέναν ή να βάλω φωτιά… Ήρθα για να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου”. Η Sally Hafez, αφού της έδωσε ο ταμίας 13.000 από τις 20.000 του λογαριασμού της, κατάφερε να διαφύγει πριν έρθουν οι δυνάμεις ασφαλείας, σπάζοντας την τζαμαρία της τράπεζας με τη βοήθεια αγνώστων που βρίσκονταν έξω από την αυτόματα κλειδωμένη τράπεζα (λέγεται ότι ήταν συλλογική δράση οπότε ο κόσμος δεν ήταν άγνωστος αλλά ακτιβιστές, ενώ βιντεοσκοπημένο υλικό μπορεί να βρει η καθεμία και ο καθένας στο διαδίκτυο και σε social media). Αργότερα την ίδια μέρα σε μία άλλη πόλη, ένας άνδρας επίσης οπλισμένος ζήτησε τις καταθέσεις του και παραδόθηκε στις αρχές (μέχρι και σήμερα, έχουν ακολουθήσει και άλλοι/ες σε παρόμοιες κινήσεις με ψεύτικα ή κανονικά όπλα). Ενώ μέχρι την 16η Σεπτέμβρη, εφτά τράπεζες καταλήφθηκαν από πλήθη που αρνούνταν να φύγουν αν δεν έπαιρναν τις καταθέσεις τους ή μέρος αυτών. Φυσικά, η ένωση τραπεζών Λιβάνου εξέδωσε ανακοίνωση που ζητούσε από τις αρχές «να θέσουν προ των ευθυνών τους όσους επιδίδονται σε “λεκτικές και σωματικές” επιθέσεις μέσα στις τράπεζες» και δήλωσε πως «οι δανειστές δεν θα είναι επιεικείς», ενώ παράλληλα έκλεισαν τα τραπεζικά καταστήματα για τρεις ημέρες. Την 19η Σεπτέμβρη, υπήρξαν συμπλοκές σε διάφορα σημεία και με διαφορετικούς τρόπους, μεταξύ στρατού και διαδηλωτών που ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο κρατούμενων ακτιβιστών (Ιbdel Rahman Zakaria και Mohammad Rustom) που λέγεται ότι ήταν μεταξύ αυτών που βοήθησαν να διαφύγει η Sally Hafez. Πλήθη διαδηλωτών πραγματοποιήσαν «καθιστική» διαμαρτυρία έξω από το «παλάτι της δικαιοσύνης» και σύμφωνα με τον στρατό κατέστρεψαν στρατιωτικό όχημα και ανέτρεψαν πολλά άλλα οχήματα. Άλλα πλήθη μπλόκαραν κεντρική οδική αρτηρία στη Bireh και αρνήθηκαν να φύγουν μέχρι να απελευθερωθούν οι δύο. Επιπλέον, ακτιβιστές σύντροφοι/ισσες των δύο κρατουμένων, μπλόκαραν δημόσιες υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων κυβερνητικών γραφείων), θρησκευτικά και αστικά δικαστήρια, καθώς και τα κεντρικά γραφεία του ταχυδρομείου. Κάποιες άλλες διαδηλώτριες/ες μπλόκαραν τα τοπικά γραφεία ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών (των ιδιωτικών Alfa και των κρατικών Ogero) και ηλεκτροδότησης…

13 Σεπτέμβρη, όχι πολύ μακριά, στο Ιράν. Έναν τόπο που ταλανίζεται εδώ και δεκαετίες από πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές «κρίσεις», λόγω των διεθνών κυρώσεων και διαφόρων ειδών απειλών υπό την αιγίδα των ΗΠΑ με υποστηρικτές τα κράτη της Ε.Ε. αλλά και εξαιτίας της ντόπιας εξουσίας και των νόμων του ισλαμικού καθεστώτος -που μεταξύ πολλών άλλων απαγορεύει τον όποιο αυτοκαθορισμό (από την σεξουαλικότητα μέχρι την επιλογή ενδυμασίας κοκ) αλλά που διόλου τυχαία σε ό,τι αφορά στην πίστη είναι δείγμα ανεξιθρησκείας. 13 Σεπτέμβρη, η Mahsa Amini, μια 22χρονη ιρανή κουρδικής καταγωγής από την πόλη Saqqez (σε κουρδική επαρχία του Ιράν) συλλαμβάνεται στην Τεχεράνη από την Gasht-e Ershad (την Περιπολία Καθοδήγησης, που αποτελεί κάτι σαν εξειδικευμένη αστυνομία περί των ηθών) για «παράβαση του νόμου περί ενδυμασίας» (προεξείχαν μαλλιά από την μαντίλα ή τη hijab και υπήρχε «λάθος» στον τρόπο που φορούσε το παντελόνι). Δύο ώρες μετά τη σύλληψή της, οδηγήθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση και πέθανε την 16η Σεπτέμβρη. Προφανώς οι αρχές, απέναντι στις καταγγελίες για ξυλοδαρμό και δολοφονία, υιοθέτησαν μία αφήγηση που μιλάει για «εγκεφαλικό και καρδιακό επεισόδιο της 22χρονης». Αυτή η κρατική δολοφονία έχει αναταράξει το Ιράν λειτουργώντας ως πυροκροτητής αντίστασης και ανυπακοής απέναντι στις εκεί καθυποτάξεις. Αν και ξεκίνησε από την κουρδική επαρχία από όπου καταγόταν η Mahsa Amini, μέχρι και σήμερα έχει εξαπλωθεί σχεδόν σε ολόκληρη την επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων και παραδοσιακά «καθεστωτικών» επαρχιών και πόλεων. Από τις γυναίκες και τα κορίτσια που καίνε τις μαντίλες, τις hijab, τις μπούργκες και κόβουν δημοσίως τα μαλλιά τους, τα αυτοκίνητα που κορνάρουν για να δηλώσουν τη στήριξή τους, τις διαδηλώσεις, τους χορούς και τα σχολεία όπου η έκφραση ανυπακοής στους κώδικες ηθικής και στα σύμβολα του καθεστώτος είναι εμβληματική, μέχρι τις συγκρούσεις με τις κατασταλτικές δυνάμεις και τις απεργίες διαφόρων εργασιακών κλάδων σε ένδειξη αλληλεγγύης με τις εκατοντάδες νέες δολοφονημένες/ους, νέους φυλακισμένους/ες, νέες εξαφανισμένες/ους από τις κρατικές δυνάμεις… Η οργισμένη κραυγή «γυναίκα, ζωή, ελευθερία» αντηχεί μαζί με το «μη φοβάστε, μη φοβάστε, είμαστε όλες μαζί», «οι μουλάδες να φύγουν», «θάνατος στον δικτάτορα», «από την Sanandaj στην Tabriz, τα μόνα που υπάρχουν είναι φτώχεια, διαφθορά και διακρίσεις»…

Λίγο παραδίπλα στο Αφγανιστάν (σε έναν τόπο που η λέξη «κρίση» φαντάζει τραγελαφική ως περιγραφή της κατάστασης καθώς ζει μεγάλο χρονικό διάστημα σε καθεστώς διαρκούς πολέμου και στρατιωτικών επιχειρήσεων αποικιακής λογικής), από τη στιγμή που οι Ταλιμπάν παρέλαβαν την εξουσία από τα χέρια των «δυτικών» δυνάμεων και συνασπισμών τους, γυναίκες παλεύουν με διαδηλώσεις να κατοχυρώσουν την ύπαρξή τους στον λεγόμενο δημόσιο χώρο και τη θέση τους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Σήμερα, με αφορμή τα γεγονότα στο γειτονικό Ιράν ξαναβγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας με τις μαντίλες, τις μπούρκες και τα τσαντόρ τους και για άλλη μια φορά δέχονται άγρια καταστολή…

Δεν υπάρχει τίποτα ουσιαστικά πρωτόγνωρο όσον αφορά στο τι σηματοδοτεί μία «κρίση». Άλλωστε πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ήταν δημοφιλή τα «δικά μας μνημόνια», οι «δικοί μας φτωχοί», τα «δικά μας παιδιά που λιποθυμούσαν στα σχολεία», οι δικές μας αντιστάσεις, οι δικές μας εκφράσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Ούτε υπάρχει κάτι πρωτοφανές στην εκδήλωση ανυπάκουων και εξεγερσιακών καταστάσεων μετά από δολοφονίες του εκάστοτε καθεστώτος. Αρκετές/οι θυμόμαστε με συγκίνηση τη μοναδικότητα των βιωμάτων στην εξέγερση του 2008, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, πολλοί/ές θυμούνται το ντόμινο των δράσεων και μετέπειτα εξελίξεων που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και αρκετά πρόσωπα τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/Zackie oh!, με την εμφάνιση στο δημόσιο πεδίο όχι μόνο όλων εκείνων των προσώπων που ήταν καταναγκαστικά «κρυμμένα» στα στενά τετραγωνικά των δικών τους ταυτοτικών χώρων και σχέσεων αλλά και της ανυπακοής και της οργής τους. Αυτά που εξελίσσονται στον Λίβανο, το Ιράν και αλλού αυτές τις ημέρες, πέραν της σπουδαιότητας τους ως υπενθύμιση -τόσο ζωογόνα σε αυτούς τους επιθετικούς καιρούς που ζούμε- ότι δεν υπάρχουν κράτη, θρησκείες, καταπιεστικά και εκμεταλλευτικά συστήματα όπως ο καπιταλισμός και η πατριαρχία που είναι άτρωτα και παντοτινά, επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά το γεγονός ότι ο αγώνας, η αντίσταση, η αλληλεγγύη αναδύουν τον πλούτο, την περιπλοκότητα της ζωής, της σύνδεσης∙ μπολιάζουν τα ριζοσπαστικά περιεχόμενα και τις μορφές αντίστασης και αλληλεγγύης με όλα όσα ήταν μέχρι πρότινος αόρατα και υποτιμημένα∙ κάνουν ορατές εκείνες τις πράξεις, εκείνα τα έργα (τα τόσο αναγκαία και κρίσιμα για τις συλλογικές οντότητες) και εκείνα τα πρόσωπα που τα φέρνουν εις πέρας καθημερινά αλλά συστηματικά υποτιμούνται και ευτελίζονται απομονωμένα σε ιδιωτικούς χώρους, όπως για παράδειγμα όλα όσα επιτελούν τη φροντίδα. Αποκτούν μία πρωτόγνωρη αυτοεκτίμηση και δύναμη όλα εκείνα τα πρόσωπα ή/και οι ομάδες που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους. Ενώνουν, όχι στο όνομα της ενότητας για την ενότητα αλλά βάσει εκείνης της συνθετικής ουσίας που εδράζεται στα ολοένα και πιο διευρυμένα ριζοσπαστικά περιεχόμενα και μορφές έκφρασής τους, συμπεριλαμβάνοντας ό,τι δεν ξέραμε ότι υπήρχε ή υποτιμούσαμε στο πλαίσιο της συστημικής κανονικότητας και του «αυτονόητου». Η συμπερίληψη συμβαίνει στη βάση των καταπιέσεων και όχι των ταυτοτήτων –χωρίς όμως να ακυρώνονται ή και να λοιδορούνται αυτές οι «ταυτότητες» που ψάχνουν για ανάσα ύπαρξης, για χώρους και χρόνους πολιτικοποίησης σε έναν κόσμο που όχι μόνο καταπιέζει αλλά και συστηματικά αορατοποιεί έννοιες, έργα, πλήθη, ομάδες…

Έχει γίνει ξεκάθαρο ότι οι διαχωρισμοί της ζωής/συνύπαρξης σε αναλυτικές ή μεθοδολογικές ταξινομήσεις και ιεραρχήσεις, όχι μόνο έχουν αποτύχει ιστορικά αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύει πόσο αποπροσανατολίζουν και -το κυριότερο- πόσο τροφοδοτούν τον λαϊκισμό, τη σύγχυση, τον συντηρητισμό, τον κοινωνικό αυτοματισμό και την ανάθεση. Η πραγματικότητα είναι αυτή που έρχεται πάντα να αναδείξει την περιπλοκότητα, τη διασύνδεση κάθε πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής, κοινωνικής πλευράς. Η ζωή/συνύπαρξη δεν διαχωρίζεται σε δημόσιο/ιδιωτικό, σε πολιτικό/προσωπικό ή πολιτικό/πολιτισμικό, σε άτομο/κοινωνία κοκ, και το γεγονός ότι δεν διαχωρίζεται συμβάλλει στην κατανόηση, στην ανάλυση και άρα στην κατεύθυνση χειραφέτησης, αγώνα, αντίστασης, εξέγερσης και επανάστασης. Σε καταστάσεις «κρίσης», αυτή η θέση/διαπίστωση επιβεβαιώνεται σε όλο της το μεγαλείο ποιοτικά και ποσοτικά –παρόλο που έρχεται ως θέση αντιμέτωπη με την επιθετικότητα όχι μόνο της κυρίαρχης θέσης και στάσης περί διαχωρισμένων και ιεραρχημένων σφαιρών αλλά και με δύο από τα σημεία των καιρών: ότι η ταχύτητα των βιωμάτων αυξάνεται σε βαθμό που η επεξεργασία τους ατονεί καθολικά και ταυτόχρονα η μνήμη συρρικνώνεται σε βαθμό εξαφάνισης. Δυστυχώς επίσης τα παραδείγματα/συμβάντα έρχονται, παρέρχονται και καταπίνονται από το χωνευτήρι της κανονικότητας, της καταστολής (τόσο δολοφονικής σε στιγμές) και της αφομοίωσης…

Κάθε τέτοια στιγμή που υπενθυμίζεται ότι η ισχύς μπορεί να πληγεί μέχρι και να καταποντιστεί, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι στιγμές αυτές υλοποιούνται από τις καταπιεσμένες τάξεις, από όλα αυτά τα υποκείμενα που «δεν υπήρχαν» την ίδια στιγμή που υπάρχουμε επειδή «υπήρχαν». Όπως και κάθε φορά, βλέπουμε όλων των λογιών τις κυρίαρχες τάξεις είτε να προσπαθούν να τα φιμώσουν είτε να τα αφομοιώσουν. Σήμερα στον Ιράν, που όλος ο δυτικός κόσμος μιλάει για την «επανάσταση των γυναικών», τρέμουμε από οργή ακούγοντας εκείνες τις φωνές της λευκής, αποικιακής δύσης να εργαλειοποιούν τη δική τους στιγμή, τη στιγμή αυτών των γυναικών, σε αυτό το μέρος. Αυτές τις φωνές που στη Γαλλία απέκλειαν κορίτσια από τα σχολεία επειδή φορούσαν μαντίλες και που σήμερα κόβουν τα τουφάκια από τα μαλλάκια τους σε ένδειξη αλληλεγγύης. Αυτές τις φωνές που στις ΗΠΑ απαγορεύουν τις αμβλώσεις. Αυτές τις φωνές που στην Ελλάδα κάνουν κηρύγματα στις εκκλησίες για «αγέννητα παιδιά», ψηφίζουν νόμους για συνεπιμέλειες και άλλα κουραφέξαλα. Αυτές τις φωνές που από άκρη σε άκρη επιχειρούν να χωρέσουν την πατριαρχική επιθετικότητα στα στενά όρια της δικαιοσύνης και των κατασταλτικών μηχανισμών, διαιωνίζοντάς την. Αυτές τις φωνές που τον φεμινισμό τον αποδέχονται μονάχα με ευγενικά φρουφρου και εναλλακτικά αρώματα, αλλά όταν τους χτυπάει την πόρτα αδιαμεσολάβητα, αχειραγώγητα γίνεται προβληματικός, επιθετικός, άδικος κοκ. Και ο κατάλογος αυτών των φωνών είναι δυστυχώς ατελείωτος…

Η δική μας θέση απέναντι στα καταπιεσμένα, τους αγώνες και τις αντιστάσεις τους δεν θα μπορούσε παρά να είναι η γνωριμία, η συσχέτιση, η χειραφέτηση, η αλληλεγγύη, η αντίσταση σε ό,τι εξουσιάζει. Η αντιπαραβολή ενός κόσμου χωρίς εξουσίες, χωρίς σύνορα, χωρίς χαρτιά, χωρίς δίπολα, χωρίς ταξινομήσεις και ιεραρχήσεις, χωρίς ανάθεση σε ειδικούς, αυθεντίες και πάτρωνες, χωρίς «ταυτότητες» θα υπολείπεται όσο η ανυπάκουη καρδιά δεν επιθυμεί να αποκτά άβολες αρρυθμίες με αυτές τις άγνωστες τονικότητες και τις «παράφωνες» μελωδίες. Οι συμφωνίες και ασυμφωνίες όλων της «γης των κολασμένων», των «από κάτω» είναι, μεταξύ πολλών άλλων, αυτές που θα απομαγέψουν τα διαφημισμένα αποκούμπια όπως αυτά των φαντασιακών κοινοτήτων και κανονικοτήτων, των «δικαιωμάτων» και της κρατικής δικαιοσύνης, αποκούμπια που βασίζονται και σε «ταυτότητες» όπως το «χρώμα», το «φύλο», η «σεξουαλικότητα», η «φυλή», οι «ικανότητες»… Είναι αυτές οι «παραφωνίες» που θα αποκαλύψουν τις λογικές της πατρωνίας των καταπιεσμένων και των αντιστάσεών τους, για τις οποίες όσο πιο μακριά συμβαίνει «η εξέγερση των γυναικών» ή η επανάσταση των όποιων κάθε φορά άγνωστων αόρατων, τόσο πιο μελωδική ακούγεται στα αυτιά τους…

Οκτώβρης 2022 

πρωτοβουλία του αναρχικού στεκιού Ρεσάλτο 

ενάντια στο σεξισμό, την πατριαρχία, τους έμφυλους διαχωρισμούς και διακρίσεις 

genderprw@protonmail.com

Η πολεμική μηχανή φλέγεται;

Αναδημοσίευση από το blog της πρωτοβουλίας για την ολική άρνηση στράτευσης

 

Στρατολογικό κέντρο στη Ρωσία μετά από επίθεση ενάντια στην επιστράτευση

  • «Κανείς δεν θα πάει στον πόλεμο, θα πάμε όλοι σπίτι μας»

Με την ένταση του πολέμου στην Ουκρανία να κλιμακώνεται, το ρωσικό κράτος μετά από 7 μήνες σκληρών εχθροπραξιών κηρύττει στα μέσα του Σεπτέμβρη μερική επιστράτευση ως «επιτακτικό εθνικό καθήκον», αποδεικνύοντας ότι το φρέσκο αίμα για το μέτωπο αρχίζει να βρίσκεται σε έλλειψη. Κι αυτό, παρά τις ενισχύσεις από το εξωτερικό και την αθρόα προσφορά των κυνηγών κεφαλών της διαβόητης εταιρείας μισθοφόρων Wagner, παρά τις νομοθετικές ρυθμίσεις της τελευταίας στιγμής που αφενός αυστηροποίησαν τις ποινές φυλάκισης για λιποτάκτες και αρνητές στράτευσης μέχρι τα δέκα χρόνια, αφετέρου μοιράζουν υπηκοότητα σε μετανάστες που θα πολεμήσουν στην Ουκρανία.

  • Η πολεμική μηχανή φλέγεται;

Θα μπορούσε να το πει κανείς, είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά. Αμέσως μετά την κήρυξη της, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλώνουν ενάντια στην επιστράτευση, δεκάδες στρατολογικά κέντρα κατάταξης από άκρη σε άκρη της χώρας πυρπολούνται με μολότοφ, στρατοκράτες πυροβολούνται από στρατεύσιμους ή τους οικείους τους, ενώ δεκάδες χιλιάδες άτομα συλλαμβάνονται και μετά από εκβιασμούς «παραλαμβάνουν» από τα αστυνομικά τμήματα φύλλα πορείας κατευθείαν για τα μέτωπα της Ουκρανίας. Την ίδια στιγμή που το ρωσικό κράτος έχει ξεχυθεί να μαζέψει κορμιά στις πόλεις, στην ύπαιθρο ή στα προσφυγικά στρατόπεδα -όπου το αβέβαιο μέλλον μπορεί να φαντάζει χειρότερο από το πολεμικό μέτωπο- το αίμα των «από κάτω» δείχνει ότι αντιστέκεται στο να αναλωθεί. Όσο κι αν ο πόλεμος ως «εθνική ανάγκη» εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των διαγγελμάτων όλο αυτό το διάστημα, ένα μεγάλο κομμάτι των στρατεύσιμων της Ρωσίας, με μια ευρεία κοινωνική συμπαράσταση και από γυναίκες, στη μία περίπτωση συνωστίζεται στα σύνορα των κρατών που είναι προσβάσιμα και δεν έχουν κλείσει τα σύνορα -όπως η Γεωργία- δηλώνοντας τη βούλησή του «να μη γίνει κρέας για τα κανόνια του πολέμου», ενώ στην άλλη βγαίνει στους δρόμους, φωνάζει, αντιδρά και σαμποτάρει τον πόλεμο και τον εθνικό κορμό.

 

Στρατολογικό κέντρο στη Ρωσία κατά τη διάρκεια επίθεσης ενάντια στην επιστράτευση

 

  • «Για την άμυνα να επιτίθεσαι, για την ειρήνη να πολεμάς»;

Οι καταναγκαστικές επιστρατεύσεις των «από κάτω» στα πολεμικά πεδία της κυριαρχίας δεν είναι παρά ο κανόνας κάθε πολεμικής διαδικασίας*. Στο πλαίσιο της κήρυξης μερικής επιστράτευσης από το ρωσικό κράτος, η σύγκρουση των «από κάτω» με την εθνική γραμμή «υπεράσπισης της πατρίδας» ίσως ποτέ ως τώρα δεν είχε τέτοια ένταση και έκταση, στη σύγχρονη ιστορία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και σίγουρα δεν είχε την ίδια παγκόσμια μιντιακή φωταγώγηση και αποδοχή. Ένα μεγάλο κομμάτι του κοινωνικού ιστού, εντυπωσιακά προβεβλημένο σε παγκόσμιο επίπεδο, απαντάει με ένα καθόλου εύκολο «όχι» στα εθνικιστικά ψευδοδιλλήματα. Ανεξάρτητα από το βάθος αυτού του «όχι» σε πολιτικό περιεχόμενο, ανεξάρτητα από την κίνησή του προς μία γενικότερη συλλογική/ατομική απελευθέρωση, η αλληλεγγύη μεταξύ των «από κάτω» σε αυτές τις πρωτογενείς φωνές των δρώντων υποκειμένων που αρνούνται να θυσιάσουν το κορμί τους στην κανιβαλιστική κρεατομηχανή του πολέμου, ήταν και είναι δεδομένη, όπως επίσης και η κάθετη ρήξη με όσες δήθεν «αντιπολεμικές» φωνές παραπλανούν τις κοινωνικές αντιστάσεις, εμφορούμενες από οποιεσδήποτε φασιστικές ή ναζιστικές καταβολές.

Δεδομένη είναι όμως και η οργή μας για την εργαλειοποίηση και την απονοηματοδότηση των αντιπολεμικών αντιστάσεων σε ένα κράτος από τα ανταγωνιστικά του κράτη. Για το πόσο διαφορετικά ζυγίζει η «εθνική ανάγκη» ανάλογα με το αν αυτή αμφισβητείται ευθέως στη δική σου «εθνική επικράτεια» ή σε μία άλλη. Για τα όψιμα αντιπολεμικά δάκρυα που εύκολα μετατρέπονται σε ιαχές πολέμου και σωβινισμού, αναλόγως του αν οι αρνήσεις στράτευσης λαμβάνουν χώρα εντός ή εκτός των συνόρων σου. Για το ότι οι αρνήσεις στράτευσης που δεν θωρακίζουν τα περιεχόμενά τους επιχειρείται να γίνουν όπλο πολεμικής προπαγάνδας από τα αντίπαλα στρατόπεδα (όπως με το τρολ βίντεο του υπουργείου άμυνας της Ουκρανίας), που ορίζει ποιος είναι ο «καλός» και ποιος ο «κακός» κυριαρχικός πόλεμος στην ιστορία. Για την Ε.Ε. και τα θεσμικά της όργανα, θιασώτες του πολέμου στην Ουκρανία, που αναζητούν τη φόρμουλα για να «αγκαλιάσουν» τους αρνητές στράτευσης από τη Ρωσία ως πρόσφυγες, την ίδια ώρα που αντίστοιχα οι αρνητές από την Ουκρανία παραμένουν «προδότες της πατρίδας τους».

Από την πλευρά των αντιμιλιταριστικών και αντιπατριωτικών αγώνων, παραμένουμε με το ίδιο πάθος αδέρφια των προδοτών όλου του πλανήτη – από όπου κι αν προέρχονται. Εναντιωνόμαστε συλλογικά, αδιαμεσολάβητα και αντιθεσμικά στη στρατιωτική καταστολή και την αφομοίωση κάθε εξουσίας, στον πόλεμο και την ειρήνη των κυρίαρχων. Για έναν κόσμο χωρίς κράτη, σύνορα, κεφάλαιο, θρησκείες και πατριαρχία.

ΚΑΤΩ ΤΑ ΚΡΑΤΗ, ΤΑ ΕΘΝΗ ΚΑΙ Ο ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΟΣ

ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ

 

*Καθόλου τυχαία, τον Μάρτιο του 2021, οι πολεμικές προετοιμασίες ενός ελληνικού κράτους σε αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση και εξοπλισμούς «σε καιρό ειρήνης» συνοδεύτηκαν και από μία -πρωτοφανή εδώ και δεκαετίες- αύξηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας κατά 3 μήνες…